ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ

Η διαμεσολάβηση είναι μια μέθοδος εξωδικαστικής επίλυσης ιδιωτικών διαφορών (αστικών-εμπορικών), στην οποία τα μέρη, με την συνδρομή του διαμεσολαβητή, δηλαδή ενός τρίτου, ανεξάρτητου και ουδέτερου ως προς τα μέρη προσώπου, αλλά κοινώς αποδεκτού από αυτά, επιχειρούν να καταλήξουν μέσω της διαπραγμάτευσης μεταξύ τους, σε μία βιώσιμη και αμοιβαία ικανοποιητική διευθέτηση της διαφοράς τους. 
Ενδεικτικά, διαφορές που μπορούν να υπαχθούν στη διαμεσολάβηση είναι οικογενειακές, από σχέσεις οροφοκτησίας, εργατικές, διαφορές για αξιώσεις ηθικής βλάβης λόγω προσβολής της προσωπικότητας, κληρονομικές, υποθέσεις αστικής ιατρικής ευθύνης, διαφορές μεταξύ οργανισμών συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και χρηστών, αγωγές χρέους, αγωγές αποζημιώσεως από τροχαία ατυχήματα και πολλές άλλες. 
Δεν υπάγονται διαφορές αναγκαστικού δικαίου, όπως για παράδειγμα υποθέσεις διαζυγίων, υιοθεσίας, προσβολής πατρότητας, ακύρωσης γάμου, αναγνώρισης της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας γάμου κλπ. καθώς και υποθέσεις με έτερο  διάδικο μέρος  το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα Ν.Π.Δ.Δ. 
Τα πλεονεκτήματα της επιλογής της διαμεσολάβησης έναντι της δικαστικής οδού έγκεινται στην ταχύτητα διεκπεραίωσης κάθε υπόθεσης, δεδομένου ότι παρέχει άμεσα τίτλο εκτελεστό, αντίστοιχο δικαστικής αποφάσεως, στον περιορισμό του κόστους και στο απόρρητο της διαδικασίας, υπό την έννοια ότι οι πληροφορίες που επικοινωνούν μεταξύ τους τα μέρη παραμένουν υποχρεωτικά -βάσει έγγραφης συμφωνίας- εμπιστευτικές και δεν δύνανται να χρησιμοποιουθούν από τους συμμετέχοντες οπουδήποτε, πολλώ δε μάλλον ενώπιον δικαστηρίου ή να κοινοποιηθούν σε τρίτους.